Want to create interactive content? It’s easy in Genially!

Get started free

Τα φυτά της αυλής μας

Odysseas Knavas

Created on March 30, 2025

Start designing with a free template

Discover more than 1500 professional designs like these:

Transcript

35

42

43

39

11

41

10

12

16

15

14

19

21

44

23

48

47

46

24

26

27

32

33

38

34

31

30

29

28

22

25

20

18

17

13

37

40

36

Είναι θάμνος ή μικρό δέντρο. Τα φύλλα του είναι εναλλασσόμενα, ακέραια, λογχοειδή, βαθυπράσινα με μικρό μίσχο και με ελαφρά κυματοειδή μορφή. Η οσμή τους είναι αρωματική και η γεύση τους είναι λίγο πικρή. Τα άνθη βγαίνουν τον Μάρτιο με Απρίλιο. Ο καρπός είναι δρύπη με σαρκώδες περικάρπιο και μεγάλο σπέρμα. Το χρώμα του είναι κυανόμαυρο ή μαύρο όταν ωριμάσει, έχει σχήμα ωοειδές και μέγεθος μικρής ελιάς. Από τους καρπούς παράγεται το δαφνέλαιο, που έχει μορφή αλοιφής και στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι πράσινο.

Η δάφνη (επιστ.: δάφνη η ευγενής, laurus nobilis) είναι αρωματικό φυτό της οικογένειας των δαφνοειδών. Ανήκει στο γένος Δάφνη. Στην Ελλάδα απαντάται και αυτοφυής. Επίσης, στον ελληνικό χώρο καλλιεργείται και η δάφνη του Απόλλωνα, γνωστή με τα λαϊκά ονόματα βαγιά, δάφνη, δαφνολιά και φυλλάδα. Δεν είναι γνωστή η ετήσια παγκόσμια κατανάλωση φύλλων δάφνης. Μόνο από την Ελλάδα εξάγονται περί τους 200 τόνους ετησίως.

Η Τούγια (Thuja occidentalis) είναι ένα αειθαλές κωνοφόρο δέντρο, στην οικογένεια Κυππαρισσοειδή, το οποίο καλλιεργείται ευρέως για χρήση ως καλλωπιστικό φυτό. Η ενδημική ύπαρξη του είναι μια βορειοανατολική κατανομή στη Βόρεια Αμερική. Θεωρείται το πρώτο φυτό εκείνης της περιοχής που καλλιεργείται στην περιοχή και σε όλη την Ευρώπη. Είναι αειθαλές δέντρο με κλαδιά που μοιάζουν με πτερωτή άτρακτο και λεπιδωτά φύλλα. Φθάνοντας σε ύψος 10–20μ. με διάμετρο κορμού 0,4μ. Ο φλοιός είναι αυλακωτός και οι φλούδες σε στενές, διαμήκεις λωρίδες. Το φύλλωμα δημιουργείται σε επίπεδες sprays με κλιμακωτά φύλλα 3–5 mm σε μήκος. Τα κουκουνάρια είναι λεπτά, κιτρινοπράσινα με ώριμο καφέ χρώμα,. Τα κλαδιά μπορεί να πιάσουν ρίζες αν το δέντρο πέσει.

Ο πιο κοινός σφένδαμος είναι Σφένδαμος ο ψευδοπλάτανος (Acer pseudoplatanus), που ευδοκιμεί στην Κεντρική Ευρώπη, στις βορεινές ακτές της Μεσογείου και στον Καύκασο. Το ξύλο του είναι λευκό και όχι πολύ συμπαγές. Το ξύλο της ρίζας του έχει ωραία νερά και χρησιμοποιείται για μικρά έπιπλα πολυτελείας. Το σφενδάμι αυτό υπάρχει και στην Βόρειο Ελλάδα, και είναι περιζήτητο για την κατασκευή μουσικών οργάνων και επίπλων.

Ο Σφένδαμος, το σφενδάμι είναι γένος δένδρων ή ημίθαμνων με την επιστημονική ονομασία Acer. Η επιστημονική ονομασία του σφένδαμου οφείλεται στα χαρακτηριστικά φύλλα του με τρεις ή πέντε μυτερές απολήξεις (acer στα λατινικά σημαίνει οξύς, αιχμηρός). Επίσης χαρακτηριστικός είναι ο καρπός του σφένδαμου, που έχει δυο φύλλα με δύο πυρήνες στο μέσο και μοιάζει με έντομο με δυο μεγάλα φτερά. Ο σφένδαμος προσβάλλεται συχνά από μύκητες, ορισμένοι εκ των οποίων μπορούν να προκαλέσουν ακόμα και τον θάνατο του φυτού.

Στα περισσότερα είδη τα μικρά άνθη εμφανίζονται πριν από την έκπτυξη των φύλλων, νωρίς την άνοιξη. Τα άνθη δεν έχουν ούτε κάλυκα (σέπαλα) ούτε στεφάνη (πέταλα), και δεν παράγουν νέκταρ: επικoνιάζoνται από τον άνεμο. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα, αλλά αν δεν είναι παρούσα η γύρη από άλλη φτελιά, οι σπόροι δεν γίνονται βιώσιμοι. Ο καρπός της φτελιάς είναι ένας επίπεδος μεμβρανώδης ημιδιάφανoς δίσκος, μεγέθους μικρού κέρματος, που ονομάζεται σαμάρα, περικλείοντας στη μέση του τον μονό σπόρο.

Η φτελιά (αρχαία ελληνικά: πτελέα ή πτελέη) είναι αυτοφυές φυλλοβόλο δέντρο που ανήκει στο γένος Ulmus. Η φτελιά χαρακτηρίζεται από φύλλωμα πυκνό βαθυπράσινο με παρυφή διπλή οδοντωτή και με βάση έντονα ασύμμετρη.

Η Τούγια (Thuja occidentalis) είναι ένα αειθαλές κωνοφόρο δέντρο, στην οικογένεια Κυππαρισσοειδή, το οποίο καλλιεργείται ευρέως για χρήση ως καλλωπιστικό φυτό. Η ενδημική ύπαρξη του είναι μια βορειοανατολική κατανομή στη Βόρεια Αμερική. Θεωρείται το πρώτο φυτό εκείνης της περιοχής που καλλιεργείται στην περιοχή και σε όλη την Ευρώπη. Είναι αειθαλές δέντρο με κλαδιά που μοιάζουν με πτερωτή άτρακτο και λεπιδωτά φύλλα. Φθάνοντας σε ύψος 10–20μ. με διάμετρο κορμού 0,4μ. Ο φλοιός είναι αυλακωτός και οι φλούδες σε στενές, διαμήκεις λωρίδες. Το φύλλωμα δημιουργείται σε επίπεδες sprays με κλιμακωτά φύλλα 3–5 mm σε μήκος. Τα κουκουνάρια είναι λεπτά, κιτρινοπράσινα με ώριμο καφέ χρώμα,. Τα κλαδιά μπορεί να πιάσουν ρίζες αν το δέντρο πέσει.

Το λέιλαντ είναι δέντρο ψυχρού κλίματος και ευδοκιμεί καλύτερα στη βόρεια Ελλάδα καθώς και σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές. Πάντως το λέιλαντ είναι σχετικά ανθεκτικό στην αλατότητα και μπορεί να φυτευτεί κοντά στη θάλασσα. Αντέχει και σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, στη ζέστη του καλοκαιριού, στην παγωνιά του χειμώνα ακόμη και σε δυνατούς ανέμους. Φυτεύεται τόσο σε ηλιόλουστες όσο και σε ημισκιερές θέσεις είτε στον κήπο είτε σε γλάστρα.

Το κυπαρίσσι λέιλαντ ή χαμαικυπάρισσος είναι ένα αειθαλές καλλωπιστικό δέντρο με πολύ γρήγορη ανάπτυξη που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 15 μέτρα. Ανήκει στα κωνοφόρα δέντρα με χαρακτηριστικό έντονο πράσινο φύλλωμα και τα κλαδιά του αναπτύσσονται διαμορφώνοντας ένα ξεχωριστό πυραμιδοειδές σχήμα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το λέιλαντ προέκυψε ως υβρίδιο από τεχνητή διασταύρωση δύο ειδών κυπαρισσιού και ζει πολλά χρόνια.

Η Τούγια (Thuja occidentalis) είναι ένα αειθαλές κωνοφόρο δέντρο, στην οικογένεια Κυππαρισσοειδή, το οποίο καλλιεργείται ευρέως για χρήση ως καλλωπιστικό φυτό. Η ενδημική ύπαρξη του είναι μια βορειοανατολική κατανομή στη Βόρεια Αμερική. Θεωρείται το πρώτο φυτό εκείνης της περιοχής που καλλιεργείται στην περιοχή και σε όλη την Ευρώπη. Είναι αειθαλές δέντρο με κλαδιά που μοιάζουν με πτερωτή άτρακτο και λεπιδωτά φύλλα. Φθάνοντας σε ύψος 10–20μ. με διάμετρο κορμού 0,4μ. Ο φλοιός είναι αυλακωτός και οι φλούδες σε στενές, διαμήκεις λωρίδες. Το φύλλωμα δημιουργείται σε επίπεδες sprays με κλιμακωτά φύλλα 3–5 mm σε μήκος. Τα κουκουνάρια είναι λεπτά, κιτρινοπράσινα με ώριμο καφέ χρώμα,. Τα κλαδιά μπορεί να πιάσουν ρίζες αν το δέντρο πέσει.

Στα περισσότερα είδη τα μικρά άνθη εμφανίζονται πριν από την έκπτυξη των φύλλων, νωρίς την άνοιξη. Τα άνθη δεν έχουν ούτε κάλυκα (σέπαλα) ούτε στεφάνη (πέταλα), και δεν παράγουν νέκταρ: επικoνιάζoνται από τον άνεμο. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα, αλλά αν δεν είναι παρούσα η γύρη από άλλη φτελιά, οι σπόροι δεν γίνονται βιώσιμοι. Ο καρπός της φτελιάς είναι ένας επίπεδος μεμβρανώδης ημιδιάφανoς δίσκος, μεγέθους μικρού κέρματος, που ονομάζεται σαμάρα, περικλείοντας στη μέση του τον μονό σπόρο.

Η φτελιά (αρχαία ελληνικά: πτελέα ή πτελέη) είναι αυτοφυές φυλλοβόλο δέντρο που ανήκει στο γένος Ulmus. Η φτελιά χαρακτηρίζεται από φύλλωμα πυκνό βαθυπράσινο με παρυφή διπλή οδοντωτή και με βάση έντονα ασύμμετρη.

Οι φιλύρες συνιστώνται ως καλλωπιστικά δέντρα, όταν είναι επιθυμητή παχιά φυλλωσιά και καλή σκιά. Το δέντρο παράγει αρωματικά και πλούσια σε νέκταρ λουλούδια, τα οποία έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Τα λουλούδια χρησιμοποιούνται επίσης για την παρασκευή αφεψήματος γνωστού ως "τίλιο" και βάμματα. Αυτή η χρήση είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ευρώπη, αλλά και στη Βόρεια Αμερική.

Ο ανθεκτικός κορμός της Φιλύρας στέκει σαν πυλώνας και τα κλαδιά υποδιαιρούνται σε πολυάριθμες διακλαδώσεις. Το καλοκαίρι ντύνονται με πλούσια μεγάλα φύλλα.

Οι φιλύρες είναι μεγάλα φυλλοβόλα δέντρα, που συνήθως φτάνουν τα 20 με 40 μέτρα σε ύψος, με πλάγια-καρδιόσχημα φύλλα 6 με 20 εκατοστά πλάτος. Ο ακριβής αριθμός ειδών δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια, καθώς πολλά ή και τα περισσότερα από αυτά υβριδοποιούνται εύκολα, τόσο στη φύση όσο και μέσω της ανθρώπινης παρέμβασης.

Η Φιλύρα (λατ. Tilia) είναι γνωστό ένα γένος περίπου 30 διαφορετικών δέντρων που ευδοκιμούν περισσότερο στο εύκρατο κλίμα του Βόρειου Ημισφαιρίου.

Η Αγγελική (Pittosporum tobira) ευρύτερα γνωστή με το υποκοριστικό Αγγελικούλα είναι φυτό του γένους Πιττόσπορον Είναι θάμνος, πολυετής με ύψος που φτάνει τα 4 μέτρα και τα φύλλα του είναι στιλπνά και δερματώδη . Ωστόσο υπάρχουν και ποικιλίες νάνες. Οι καρποί είναι σκληροί μικροί και στρογγυλοί πράσινου χρώματος. Τα άνθη ανοίγουν την άνοιξη και είναι λευκά ή κιτρινωπά με ωραίο άρωμα που θυμίζει αυτό της πορτοκαλιάς. Είναι ανθεκτικό φυτό και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες περιποιήσεις. Η καταγωγή του φυτού είναι από την Ιαπωνία και την Κίνα.

Από το δέντρο αυτό συλλέγεται το ρετσίνι, που προστίθεται στο κρασί για τη δημιουργία της γνωστής ρετσίνας. Το ξύλο του είναι μέτριας ποιότητας. Ο βλαστός του χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία.

Ο κορμός των περισσότερων ειδών είναι χοντρός και φολιδωτός. Τα κλαδιά μοιάζουν να σχηματίζουν δακτυλίδια στα σημεία που εκφύονται από τον κορμό, αν και σχηματίζουν σφικτές σπείρες. Είναι όλα μακρόβια δέντρα, με ηλικία από 100 μέχρι 1.000 έτη ή περισσότερο. Η πιο μακρόβια είναι η Πεύκη η μακραίωνη, καθώς ένα δέντρο αυτού του είδος έχει μετρηθεί ότι έχει ζήσει 4.600 χρόνια, ο γηραιότερος ζων οργανισμός στη Γη. Δυστυχώς, ένα δέντρο ηλικίας 4.900 ετών του ίδιου είδους κόπηκε.

Τα πεύκα είναι αειθαλή, ρετινώδη δέντρα και σπάνια θάμνοι, με ύψος 3 με 80 μέτρα, με την πλειοψηφία των ειδών να έχουν ύψος 15 με 45 μέτρα. Τα χαμηλότερα είναι τα είδη Πεύκη η νάνα (Pinus pumila) και Πεύκη η κορυφόβια, με ύψος μέχρι 3 μέτρα.

Η κουκουναριά μπορεί να υπερβεί τα 25 μέτρα σε ύψος, αν και συνήθως είναι λιγότερο ψηλή, γύρω στα 12-20 μέτρα. Έχει μια χαρακτηριστική ομπρελοειδή μορφή με κοντό κορμό και στρογγυλή επίπεδη κορυφή. Ο φλοιός είναι χοντρός, καστανοκόκκινος και βαθιά χαραγμένος από φαρδιές, κατακόρυφες πλάκες. Έχει ευλύγιστα βελονοειδή φύλλα ανά δυο σε βραχυκλάδια, μήκους 10-18 εκατοστών. Τα νεαρά δέντρα έχουν διαφορετικά φύλλα, μήκους 2-4 εκατοστών με γλαυκοπράσινο χρώμα.

Η Κουκουναριά ή ήμερο πεύκο επιστ. Pinus pinea - Πεύκη η πίτυς, είναι πυκνό, ψηλό και σχηματίζει "ομπρέλα". Τα κουκουνάρια του είναι μεγάλα, με μεγάλα σκληρά σπόρια. Φύεται σε παραθαλάσσιες ή πεδινές περιοχές, κυρίως στις Σποράδες αλλά και στη Χαλκιδική, Στερεά και Πελοπόννησο. Απαντά επίσης στις περισσότερες περιοχές της Μεσογείου. Το ξύλο του χρησιμοποιείται σαν στρογγυλή ξυλεία και παραγωγή σανιδωμάτων (παρκέ). Τα σπόρια του, γνωστά και αυτά με την ονομασία κουκουνάρια, χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική.

Από το δέντρο αυτό συλλέγεται το ρετσίνι, που προστίθεται στο κρασί για τη δημιουργία της γνωστής ρετσίνας. Το ξύλο του είναι μέτριας ποιότητας. Ο βλαστός του χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία.

Ο κορμός των περισσότερων ειδών είναι χοντρός και φολιδωτός. Τα κλαδιά μοιάζουν να σχηματίζουν δακτυλίδια στα σημεία που εκφύονται από τον κορμό, αν και σχηματίζουν σφικτές σπείρες. Είναι όλα μακρόβια δέντρα, με ηλικία από 100 μέχρι 1.000 έτη ή περισσότερο. Η πιο μακρόβια είναι η Πεύκη η μακραίωνη, καθώς ένα δέντρο αυτού του είδος έχει μετρηθεί ότι έχει ζήσει 4.600 χρόνια, ο γηραιότερος ζων οργανισμός στη Γη. Δυστυχώς, ένα δέντρο ηλικίας 4.900 ετών του ίδιου είδους κόπηκε.

Τα πεύκα είναι αειθαλή, ρετινώδη δέντρα και σπάνια θάμνοι, με ύψος 3 με 80 μέτρα, με την πλειοψηφία των ειδών να έχουν ύψος 15 με 45 μέτρα. Τα χαμηλότερα είναι τα είδη Πεύκη η νάνα (Pinus pumila) και Πεύκη η κορυφόβια, με ύψος μέχρι 3 μέτρα.

Από το δέντρο αυτό συλλέγεται το ρετσίνι, που προστίθεται στο κρασί για τη δημιουργία της γνωστής ρετσίνας. Το ξύλο του είναι μέτριας ποιότητας. Ο βλαστός του χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία.

Ο κορμός των περισσότερων ειδών είναι χοντρός και φολιδωτός. Τα κλαδιά μοιάζουν να σχηματίζουν δακτυλίδια στα σημεία που εκφύονται από τον κορμό, αν και σχηματίζουν σφικτές σπείρες. Είναι όλα μακρόβια δέντρα, με ηλικία από 100 μέχρι 1.000 έτη ή περισσότερο. Η πιο μακρόβια είναι η Πεύκη η μακραίωνη, καθώς ένα δέντρο αυτού του είδος έχει μετρηθεί ότι έχει ζήσει 4.600 χρόνια, ο γηραιότερος ζων οργανισμός στη Γη. Δυστυχώς, ένα δέντρο ηλικίας 4.900 ετών του ίδιου είδους κόπηκε.

Τα πεύκα είναι αειθαλή, ρετινώδη δέντρα και σπάνια θάμνοι, με ύψος 3 με 80 μέτρα, με την πλειοψηφία των ειδών να έχουν ύψος 15 με 45 μέτρα. Τα χαμηλότερα είναι τα είδη Πεύκη η νάνα (Pinus pumila) και Πεύκη η κορυφόβια, με ύψος μέχρι 3 μέτρα.

Η Μαγνόλια είναι ένα αρχαίο γένος, εμφανίστηκε πριν από τις μέλισσες, τα δε άνθη της θεωρείται να έχουν εξελιχθεί, ώστε να ενθαρρύνουν την επικονίαση από τα σκαθάρια. Για να αποφύγουν τις ζημιές από τα σκαθάρια επικονίασης, τα καρπόφυλλα των ανθέων της Μαγνόλιας είναι εξαιρετικά σκληρά. Απολιθωμένα δείγματα της M. acuminata χρονολογούνται πριν από 20 εκατομμύρια έτη και άλλων φυτών που ανήκουν στα Magnoliaceae έχουν ηλικία 95 εκατομμύρια χρόνια.

Η Μαγνόλια (Magnolia) είναι ένα μεγάλο γένος από, περίπου, 210είδη αγγειόσπερμων φυτών στην υποοικογένεια Μαγνολιοειδή (Magnolioideae), της οικογένειας Μαγνολιοειδή (Magnoliaceae).

Ο Ιβίσκος (επιστ. ονομ.: Hibiscus) είναι γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην τάξη Μαλαχώδη και στην οικογένεια Μαλαχοειδή με 200 είδη, συμπεριλαμβανομένων δέντρων, θάμνων και ποωδών φυτών. Η καταγωγή του είναι από την Ανατολική Ασία. Τα φύλλα του έχουν νευρώσεις, εναλλάσσονται και έχουν μίσχους. Τα άνθη του έχουν 5 μεγάλα πέταλα είναι σε σχήμα κώνου και έχουν χρωματισμούς κόκκινους, λευκούς, ροζ και κίτρινους. Τα περισσότερα είδη είναι θάμνοι και καλλωπιστικά φυτά.

Το λέιλαντ είναι δέντρο ψυχρού κλίματος και ευδοκιμεί καλύτερα στη βόρεια Ελλάδα καθώς και σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές. Πάντως το λέιλαντ είναι σχετικά ανθεκτικό στην αλατότητα και μπορεί να φυτευτεί κοντά στη θάλασσα. Αντέχει και σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, στη ζέστη του καλοκαιριού, στην παγωνιά του χειμώνα ακόμη και σε δυνατούς ανέμους. Φυτεύεται τόσο σε ηλιόλουστες όσο και σε ημισκιερές θέσεις είτε στον κήπο είτε σε γλάστρα.

Το κυπαρίσσι λέιλαντ ή χαμαικυπάρισσος είναι ένα αειθαλές καλλωπιστικό δέντρο με πολύ γρήγορη ανάπτυξη που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 15 μέτρα. Ανήκει στα κωνοφόρα δέντρα με χαρακτηριστικό έντονο πράσινο φύλλωμα και τα κλαδιά του αναπτύσσονται διαμορφώνοντας ένα ξεχωριστό πυραμιδοειδές σχήμα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το λέιλαντ προέκυψε ως υβρίδιο από τεχνητή διασταύρωση δύο ειδών κυπαρισσιού και ζει πολλά χρόνια.

Η Αγγελική (Pittosporum tobira) ευρύτερα γνωστή με το υποκοριστικό Αγγελικούλα είναι φυτό του γένους Πιττόσπορον Είναι θάμνος, πολυετής με ύψος που φτάνει τα 4 μέτρα και τα φύλλα του είναι στιλπνά και δερματώδη . Ωστόσο υπάρχουν και ποικιλίες νάνες. Οι καρποί είναι σκληροί μικροί και στρογγυλοί πράσινου χρώματος. Τα άνθη ανοίγουν την άνοιξη και είναι λευκά ή κιτρινωπά με ωραίο άρωμα που θυμίζει αυτό της πορτοκαλιάς. Είναι ανθεκτικό φυτό και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες περιποιήσεις. Η καταγωγή του φυτού είναι από την Ιαπωνία και την Κίνα.

Η ελιά ή ελαιόδεντρο ή λιόδεντρο (επιστ. Ελαία, Olea) είναι γένος καρποφόρων δέντρων της οικογένειας των Ελαιοειδών (Oleaceae), το οποίο συναντάται πολύ συχνά και στην Ελλάδα. Ο καρπός [1]του ονομάζεται επίσης ελιά και από αυτόν παράγεται το ελαιόλαδο. Η ελιά υπήρξε το σύμβολο της θεάς Αθηνάς. Είναι δέντρο αειθαλές, έχει φύλλα αντίθετα, λογχοειδή, δερματώδη, σκουροπράσινα στην άνω επιφάνεια και αργυρόχρωμα στην κάτω. Τα άνθη της είναι λευκωπά, μονοπέταλα και πολύ μικρά, σχηματίζουν ταξιανθία βότρυος και εμφανίζονται προς το τέλος Μαΐου, ενώ ο καρπός ωριμάζει και συλλέγεται κατά τα τέλη του φθινοπώρου και αρχές του χειμώνα. Ο κορμός της ελιάς είναι οζώδης και καλύπτεται από τεφρόφαιο φλοιό.

Η πικροδάφνη ή ροδοδάφνη (επιστημονική ονομασία Nerium oleander, Νήριον το ολέανδρον. Η ροδοδάφνη είναι ένας αειθαλής θάμνος της οικογένειας των αποκυνίδων που μπορεί να φτάσει σε ύψος 5 μέτρων, με τοξικά μέρη.

Μεγαλώνει σε ηλιόλουστα μέρη με υγρό υπόστρωμα, όπως οι όχθες ποταμών σε χαμηλό υψόμετρο. Αντέχει επίσης τα ελαφρώς υφάλμυρα εδάφη. Επιπλέον, έχει μεγάλη αντοχή στην ξηρασία και μπορεί να βρεθεί και σε ημιάνυδρα εδάφη. Πολλαπλασιάζεται πολύ εύκολα με μοσχεύματα. Έχει λογχοειδή, δερματώδη φύλλα και μονά ροζ-κόκκινα άνθη. Υπάρχουν και ποικιλίες με άσπρα, κίτρινα, μωβ και διπλά άνθη, οι οποίες καλλιεργούνται. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής, όπως και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Η τοξικότητα της πικροδάφνης οφείλεται στην τοξική ουσία νηριίνη, και έχει ως στόχο να προστατεύσει το φυτό από τις επιθέσεις ζώων

Η πικροδάφνη ή ροδοδάφνη (επιστημονική ονομασία Nerium oleander, Νήριον το ολέανδρον. Η ροδοδάφνη είναι ένας αειθαλής θάμνος της οικογένειας των αποκυνίδων που μπορεί να φτάσει σε ύψος 5 μέτρων, με τοξικά μέρη.

Μεγαλώνει σε ηλιόλουστα μέρη με υγρό υπόστρωμα, όπως οι όχθες ποταμών σε χαμηλό υψόμετρο. Αντέχει επίσης τα ελαφρώς υφάλμυρα εδάφη. Επιπλέον, έχει μεγάλη αντοχή στην ξηρασία και μπορεί να βρεθεί και σε ημιάνυδρα εδάφη. Πολλαπλασιάζεται πολύ εύκολα με μοσχεύματα. Έχει λογχοειδή, δερματώδη φύλλα και μονά ροζ-κόκκινα άνθη. Υπάρχουν και ποικιλίες με άσπρα, κίτρινα, μωβ και διπλά άνθη, οι οποίες καλλιεργούνται. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής, όπως και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Η τοξικότητα της πικροδάφνης οφείλεται στην τοξική ουσία νηριίνη, και έχει ως στόχο να προστατεύσει το φυτό από τις επιθέσεις ζώων

Η Τούγια (Thuja occidentalis) είναι ένα αειθαλές κωνοφόρο δέντρο, στην οικογένεια Κυππαρισσοειδή, το οποίο καλλιεργείται ευρέως για χρήση ως καλλωπιστικό φυτό. Η ενδημική ύπαρξη του είναι μια βορειοανατολική κατανομή στη Βόρεια Αμερική. Θεωρείται το πρώτο φυτό εκείνης της περιοχής που καλλιεργείται στην περιοχή και σε όλη την Ευρώπη. Είναι αειθαλές δέντρο με κλαδιά που μοιάζουν με πτερωτή άτρακτο και λεπιδωτά φύλλα. Φθάνοντας σε ύψος 10–20μ. με διάμετρο κορμού 0,4μ. Ο φλοιός είναι αυλακωτός και οι φλούδες σε στενές, διαμήκεις λωρίδες. Το φύλλωμα δημιουργείται σε επίπεδες sprays με κλιμακωτά φύλλα 3–5 mm σε μήκος. Τα κουκουνάρια είναι λεπτά, κιτρινοπράσινα με ώριμο καφέ χρώμα,. Τα κλαδιά μπορεί να πιάσουν ρίζες αν το δέντρο πέσει.

Από το δέντρο αυτό συλλέγεται το ρετσίνι, που προστίθεται στο κρασί για τη δημιουργία της γνωστής ρετσίνας. Το ξύλο του είναι μέτριας ποιότητας. Ο βλαστός του χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία.

Ο κορμός των περισσότερων ειδών είναι χοντρός και φολιδωτός. Τα κλαδιά μοιάζουν να σχηματίζουν δακτυλίδια στα σημεία που εκφύονται από τον κορμό, αν και σχηματίζουν σφικτές σπείρες. Είναι όλα μακρόβια δέντρα, με ηλικία από 100 μέχρι 1.000 έτη ή περισσότερο. Η πιο μακρόβια είναι η Πεύκη η μακραίωνη, καθώς ένα δέντρο αυτού του είδος έχει μετρηθεί ότι έχει ζήσει 4.600 χρόνια, ο γηραιότερος ζων οργανισμός στη Γη. Δυστυχώς, ένα δέντρο ηλικίας 4.900 ετών του ίδιου είδους κόπηκε.

Τα πεύκα είναι αειθαλή, ρετινώδη δέντρα και σπάνια θάμνοι, με ύψος 3 με 80 μέτρα, με την πλειοψηφία των ειδών να έχουν ύψος 15 με 45 μέτρα. Τα χαμηλότερα είναι τα είδη Πεύκη η νάνα (Pinus pumila) και Πεύκη η κορυφόβια, με ύψος μέχρι 3 μέτρα.

Η Τούγια (Thuja occidentalis) είναι ένα αειθαλές κωνοφόρο δέντρο, στην οικογένεια Κυππαρισσοειδή, το οποίο καλλιεργείται ευρέως για χρήση ως καλλωπιστικό φυτό. Η ενδημική ύπαρξη του είναι μια βορειοανατολική κατανομή στη Βόρεια Αμερική. Θεωρείται το πρώτο φυτό εκείνης της περιοχής που καλλιεργείται στην περιοχή και σε όλη την Ευρώπη. Είναι αειθαλές δέντρο με κλαδιά που μοιάζουν με πτερωτή άτρακτο και λεπιδωτά φύλλα. Φθάνοντας σε ύψος 10–20μ. με διάμετρο κορμού 0,4μ. Ο φλοιός είναι αυλακωτός και οι φλούδες σε στενές, διαμήκεις λωρίδες. Το φύλλωμα δημιουργείται σε επίπεδες sprays με κλιμακωτά φύλλα 3–5 mm σε μήκος. Τα κουκουνάρια είναι λεπτά, κιτρινοπράσινα με ώριμο καφέ χρώμα,. Τα κλαδιά μπορεί να πιάσουν ρίζες αν το δέντρο πέσει.

Η Τούγια (Thuja occidentalis) είναι ένα αειθαλές κωνοφόρο δέντρο, στην οικογένεια Κυππαρισσοειδή, το οποίο καλλιεργείται ευρέως για χρήση ως καλλωπιστικό φυτό. Η ενδημική ύπαρξη του είναι μια βορειοανατολική κατανομή στη Βόρεια Αμερική. Θεωρείται το πρώτο φυτό εκείνης της περιοχής που καλλιεργείται στην περιοχή και σε όλη την Ευρώπη. Είναι αειθαλές δέντρο με κλαδιά που μοιάζουν με πτερωτή άτρακτο και λεπιδωτά φύλλα. Φθάνοντας σε ύψος 10–20μ. με διάμετρο κορμού 0,4μ. Ο φλοιός είναι αυλακωτός και οι φλούδες σε στενές, διαμήκεις λωρίδες. Το φύλλωμα δημιουργείται σε επίπεδες sprays με κλιμακωτά φύλλα 3–5 mm σε μήκος. Τα κουκουνάρια είναι λεπτά, κιτρινοπράσινα με ώριμο καφέ χρώμα,. Τα κλαδιά μπορεί να πιάσουν ρίζες αν το δέντρο πέσει.

Από το δέντρο αυτό συλλέγεται το ρετσίνι, που προστίθεται στο κρασί για τη δημιουργία της γνωστής ρετσίνας. Το ξύλο του είναι μέτριας ποιότητας. Ο βλαστός του χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία.

Ο κορμός των περισσότερων ειδών είναι χοντρός και φολιδωτός. Τα κλαδιά μοιάζουν να σχηματίζουν δακτυλίδια στα σημεία που εκφύονται από τον κορμό, αν και σχηματίζουν σφικτές σπείρες. Είναι όλα μακρόβια δέντρα, με ηλικία από 100 μέχρι 1.000 έτη ή περισσότερο. Η πιο μακρόβια είναι η Πεύκη η μακραίωνη, καθώς ένα δέντρο αυτού του είδος έχει μετρηθεί ότι έχει ζήσει 4.600 χρόνια, ο γηραιότερος ζων οργανισμός στη Γη. Δυστυχώς, ένα δέντρο ηλικίας 4.900 ετών του ίδιου είδους κόπηκε.

Τα πεύκα είναι αειθαλή, ρετινώδη δέντρα και σπάνια θάμνοι, με ύψος 3 με 80 μέτρα, με την πλειοψηφία των ειδών να έχουν ύψος 15 με 45 μέτρα. Τα χαμηλότερα είναι τα είδη Πεύκη η νάνα (Pinus pumila) και Πεύκη η κορυφόβια, με ύψος μέχρι 3 μέτρα.

Η Αγγελική (Pittosporum tobira) ευρύτερα γνωστή με το υποκοριστικό Αγγελικούλα είναι φυτό του γένους Πιττόσπορον Είναι θάμνος, πολυετής με ύψος που φτάνει τα 4 μέτρα και τα φύλλα του είναι στιλπνά και δερματώδη . Ωστόσο υπάρχουν και ποικιλίες νάνες. Οι καρποί είναι σκληροί μικροί και στρογγυλοί πράσινου χρώματος. Τα άνθη ανοίγουν την άνοιξη και είναι λευκά ή κιτρινωπά με ωραίο άρωμα που θυμίζει αυτό της πορτοκαλιάς. Είναι ανθεκτικό φυτό και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες περιποιήσεις. Η καταγωγή του φυτού είναι από την Ιαπωνία και την Κίνα.

Στα περισσότερα είδη τα μικρά άνθη εμφανίζονται πριν από την έκπτυξη των φύλλων, νωρίς την άνοιξη. Τα άνθη δεν έχουν ούτε κάλυκα (σέπαλα) ούτε στεφάνη (πέταλα), και δεν παράγουν νέκταρ: επικoνιάζoνται από τον άνεμο. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα, αλλά αν δεν είναι παρούσα η γύρη από άλλη φτελιά, οι σπόροι δεν γίνονται βιώσιμοι. Ο καρπός της φτελιάς είναι ένας επίπεδος μεμβρανώδης ημιδιάφανoς δίσκος, μεγέθους μικρού κέρματος, που ονομάζεται σαμάρα, περικλείοντας στη μέση του τον μονό σπόρο.

Η φτελιά (αρχαία ελληνικά: πτελέα ή πτελέη) είναι αυτοφυές φυλλοβόλο δέντρο που ανήκει στο γένος Ulmus. Η φτελιά χαρακτηρίζεται από φύλλωμα πυκνό βαθυπράσινο με παρυφή διπλή οδοντωτή και με βάση έντονα ασύμμετρη.

Η Αγγελική (Pittosporum tobira) ευρύτερα γνωστή με το υποκοριστικό Αγγελικούλα είναι φυτό του γένους Πιττόσπορον Είναι θάμνος, πολυετής με ύψος που φτάνει τα 4 μέτρα και τα φύλλα του είναι στιλπνά και δερματώδη . Ωστόσο υπάρχουν και ποικιλίες νάνες. Οι καρποί είναι σκληροί μικροί και στρογγυλοί πράσινου χρώματος. Τα άνθη ανοίγουν την άνοιξη και είναι λευκά ή κιτρινωπά με ωραίο άρωμα που θυμίζει αυτό της πορτοκαλιάς. Είναι ανθεκτικό φυτό και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες περιποιήσεις. Η καταγωγή του φυτού είναι από την Ιαπωνία και την Κίνα.

Η Αγγελική (Pittosporum tobira) ευρύτερα γνωστή με το υποκοριστικό Αγγελικούλα είναι φυτό του γένους Πιττόσπορον Είναι θάμνος, πολυετής με ύψος που φτάνει τα 4 μέτρα και τα φύλλα του είναι στιλπνά και δερματώδη . Ωστόσο υπάρχουν και ποικιλίες νάνες. Οι καρποί είναι σκληροί μικροί και στρογγυλοί πράσινου χρώματος. Τα άνθη ανοίγουν την άνοιξη και είναι λευκά ή κιτρινωπά με ωραίο άρωμα που θυμίζει αυτό της πορτοκαλιάς. Είναι ανθεκτικό φυτό και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες περιποιήσεις. Η καταγωγή του φυτού είναι από την Ιαπωνία και την Κίνα.

Η πλατανομουριά (Morus platanifolia) είναι ένα πλατύφυλλο, φυλλοβόλο, μακρόβιο δένδρο που φτάνει σε ύψος τα 10-15 m (αν δεν κλαδεύεται). Το συγκεκριμένο είδος μουριάς είναι άκαρπη και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για καλλωπιστικούς σκοπούς. Είναι ανθεκτική στην ξηρασία, την ατμοσφαιρική μόλυνση και την αλατότητα. Το όνομά της, προέρχεται από το γεγονός ότι τα φύλλα της είναι σχιστά παλαμοειδή και μοιάζουν σε σχήμα με αυτά του πλάτανου. Είναι γυαλιστερά, σκούρου πράσινου χρώματος, και το χειμώνα γίνονται κίτρινα, προτού πέσουν από το δέντρο. Οι διαστάσεις τους είναι περίπου 12-18εκ μήκος και 10-12εκ πλάτος και το γεγονός αυτό συντελεί στην άριστη σκίαση που προσφέρει το δέντρο.

Η Μαγνόλια είναι ένα αρχαίο γένος, εμφανίστηκε πριν από τις μέλισσες, τα δε άνθη της θεωρείται να έχουν εξελιχθεί, ώστε να ενθαρρύνουν την επικονίαση από τα σκαθάρια. Για να αποφύγουν τις ζημιές από τα σκαθάρια επικονίασης, τα καρπόφυλλα των ανθέων της Μαγνόλιας είναι εξαιρετικά σκληρά. Απολιθωμένα δείγματα της M. acuminata χρονολογούνται πριν από 20 εκατομμύρια έτη και άλλων φυτών που ανήκουν στα Magnoliaceae έχουν ηλικία 95 εκατομμύρια χρόνια.

Η Μαγνόλια (Magnolia) είναι ένα μεγάλο γένος από, περίπου, 210είδη αγγειόσπερμων φυτών στην υποοικογένεια Μαγνολιοειδή (Magnolioideae), της οικογένειας Μαγνολιοειδή (Magnoliaceae).

Η κουκουναριά μπορεί να υπερβεί τα 25 μέτρα σε ύψος, αν και συνήθως είναι λιγότερο ψηλή, γύρω στα 12-20 μέτρα. Έχει μια χαρακτηριστική ομπρελοειδή μορφή με κοντό κορμό και στρογγυλή επίπεδη κορυφή. Ο φλοιός είναι χοντρός, καστανοκόκκινος και βαθιά χαραγμένος από φαρδιές, κατακόρυφες πλάκες. Έχει ευλύγιστα βελονοειδή φύλλα ανά δυο σε βραχυκλάδια, μήκους 10-18 εκατοστών. Τα νεαρά δέντρα έχουν διαφορετικά φύλλα, μήκους 2-4 εκατοστών με γλαυκοπράσινο χρώμα.

Η Κουκουναριά ή ήμερο πεύκο επιστ. Pinus pinea - Πεύκη η πίτυς, είναι πυκνό, ψηλό και σχηματίζει "ομπρέλα". Τα κουκουνάρια του είναι μεγάλα, με μεγάλα σκληρά σπόρια. Φύεται σε παραθαλάσσιες ή πεδινές περιοχές, κυρίως στις Σποράδες αλλά και στη Χαλκιδική, Στερεά και Πελοπόννησο. Απαντά επίσης στις περισσότερες περιοχές της Μεσογείου. Το ξύλο του χρησιμοποιείται σαν στρογγυλή ξυλεία και παραγωγή σανιδωμάτων (παρκέ). Τα σπόρια του, γνωστά και αυτά με την ονομασία κουκουνάρια, χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική.

Η αγριοκαστανιά προέρχεται και απαντάται κυρίως στα Βαλκάνια. Σήμερα, βρίσκεται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα, βρίσκεται κυρίως στα ορεινά δάση της Ηπείρου, της Μακεδονίας, του νομού Φθιώτιδος και σε ελάχιστες περιοχές της Αττικής.

Φτάνει τα 15-25 μέτρα σε ύψος κι έχει μεγάλα, πράσινα, οδοντωτά και, σχεδόν, λεία φύλλα. Ανθίζει μεταξύ Απριλίου και Μαΐου. Τα άνθη της έχουν σχήμα πυραμίδας, είναι λευκά, με ροζ στίγματα και έχουν μήκος 10-30 εκατοστά. Οι καρποί της (αγριοκάστανα), πρέπει να συλλέγονται την περίοδο, που πέφτουν από τα δέντρα τους, δηλαδή, μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου.

Η αγριοκαστανιά, ιπποκαστανιά ή ιπποκαστανέα (επιστημονική ονομασία: Aesculus hippocastanum, Αίσκουλος το ιπποκάστανο) ή Αίσκουλος η ιπποκαστανέα είναι ένα μεγάλο φυλλοβόλο δέντρο, που ανήκει στην οικογένεια των Ιπποκαστανοειδών.

Η Τούγια (Thuja occidentalis) είναι ένα αειθαλές κωνοφόρο δέντρο, στην οικογένεια Κυππαρισσοειδή, το οποίο καλλιεργείται ευρέως για χρήση ως καλλωπιστικό φυτό. Η ενδημική ύπαρξη του είναι μια βορειοανατολική κατανομή στη Βόρεια Αμερική. Θεωρείται το πρώτο φυτό εκείνης της περιοχής που καλλιεργείται στην περιοχή και σε όλη την Ευρώπη. Είναι αειθαλές δέντρο με κλαδιά που μοιάζουν με πτερωτή άτρακτο και λεπιδωτά φύλλα. Φθάνοντας σε ύψος 10–20μ. με διάμετρο κορμού 0,4μ. Ο φλοιός είναι αυλακωτός και οι φλούδες σε στενές, διαμήκεις λωρίδες. Το φύλλωμα δημιουργείται σε επίπεδες sprays με κλιμακωτά φύλλα 3–5 mm σε μήκος. Τα κουκουνάρια είναι λεπτά, κιτρινοπράσινα με ώριμο καφέ χρώμα,. Τα κλαδιά μπορεί να πιάσουν ρίζες αν το δέντρο πέσει.

Η κουκουναριά μπορεί να υπερβεί τα 25 μέτρα σε ύψος, αν και συνήθως είναι λιγότερο ψηλή, γύρω στα 12-20 μέτρα. Έχει μια χαρακτηριστική ομπρελοειδή μορφή με κοντό κορμό και στρογγυλή επίπεδη κορυφή. Ο φλοιός είναι χοντρός, καστανοκόκκινος και βαθιά χαραγμένος από φαρδιές, κατακόρυφες πλάκες. Έχει ευλύγιστα βελονοειδή φύλλα ανά δυο σε βραχυκλάδια, μήκους 10-18 εκατοστών. Τα νεαρά δέντρα έχουν διαφορετικά φύλλα, μήκους 2-4 εκατοστών με γλαυκοπράσινο χρώμα.

Η Κουκουναριά ή ήμερο πεύκο επιστ. Pinus pinea - Πεύκη η πίτυς, είναι πυκνό, ψηλό και σχηματίζει "ομπρέλα". Τα κουκουνάρια του είναι μεγάλα, με μεγάλα σκληρά σπόρια. Φύεται σε παραθαλάσσιες ή πεδινές περιοχές, κυρίως στις Σποράδες αλλά και στη Χαλκιδική, Στερεά και Πελοπόννησο. Απαντά επίσης στις περισσότερες περιοχές της Μεσογείου. Το ξύλο του χρησιμοποιείται σαν στρογγυλή ξυλεία και παραγωγή σανιδωμάτων (παρκέ). Τα σπόρια του, γνωστά και αυτά με την ονομασία κουκουνάρια, χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική.

Από το δέντρο αυτό συλλέγεται το ρετσίνι, που προστίθεται στο κρασί για τη δημιουργία της γνωστής ρετσίνας. Το ξύλο του είναι μέτριας ποιότητας. Ο βλαστός του χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία.

Ο κορμός των περισσότερων ειδών είναι χοντρός και φολιδωτός. Τα κλαδιά μοιάζουν να σχηματίζουν δακτυλίδια στα σημεία που εκφύονται από τον κορμό, αν και σχηματίζουν σφικτές σπείρες. Είναι όλα μακρόβια δέντρα, με ηλικία από 100 μέχρι 1.000 έτη ή περισσότερο. Η πιο μακρόβια είναι η Πεύκη η μακραίωνη, καθώς ένα δέντρο αυτού του είδος έχει μετρηθεί ότι έχει ζήσει 4.600 χρόνια, ο γηραιότερος ζων οργανισμός στη Γη. Δυστυχώς, ένα δέντρο ηλικίας 4.900 ετών του ίδιου είδους κόπηκε.

Τα πεύκα είναι αειθαλή, ρετινώδη δέντρα και σπάνια θάμνοι, με ύψος 3 με 80 μέτρα, με την πλειοψηφία των ειδών να έχουν ύψος 15 με 45 μέτρα. Τα χαμηλότερα είναι τα είδη Πεύκη η νάνα (Pinus pumila) και Πεύκη η κορυφόβια, με ύψος μέχρι 3 μέτρα.

Η πικροδάφνη ή ροδοδάφνη (επιστημονική ονομασία Nerium oleander, Νήριον το ολέανδρον. Η ροδοδάφνη είναι ένας αειθαλής θάμνος της οικογένειας των αποκυνίδων που μπορεί να φτάσει σε ύψος 5 μέτρων, με τοξικά μέρη.

Μεγαλώνει σε ηλιόλουστα μέρη με υγρό υπόστρωμα, όπως οι όχθες ποταμών σε χαμηλό υψόμετρο. Αντέχει επίσης τα ελαφρώς υφάλμυρα εδάφη. Επιπλέον, έχει μεγάλη αντοχή στην ξηρασία και μπορεί να βρεθεί και σε ημιάνυδρα εδάφη. Πολλαπλασιάζεται πολύ εύκολα με μοσχεύματα. Έχει λογχοειδή, δερματώδη φύλλα και μονά ροζ-κόκκινα άνθη. Υπάρχουν και ποικιλίες με άσπρα, κίτρινα, μωβ και διπλά άνθη, οι οποίες καλλιεργούνται. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής, όπως και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Η τοξικότητα της πικροδάφνης οφείλεται στην τοξική ουσία νηριίνη, και έχει ως στόχο να προστατεύσει το φυτό από τις επιθέσεις ζώων

Η πικροδάφνη ή ροδοδάφνη (επιστημονική ονομασία Nerium oleander, Νήριον το ολέανδρον. Η ροδοδάφνη είναι ένας αειθαλής θάμνος της οικογένειας των αποκυνίδων που μπορεί να φτάσει σε ύψος 5 μέτρων, με τοξικά μέρη.

Μεγαλώνει σε ηλιόλουστα μέρη με υγρό υπόστρωμα, όπως οι όχθες ποταμών σε χαμηλό υψόμετρο. Αντέχει επίσης τα ελαφρώς υφάλμυρα εδάφη. Επιπλέον, έχει μεγάλη αντοχή στην ξηρασία και μπορεί να βρεθεί και σε ημιάνυδρα εδάφη. Πολλαπλασιάζεται πολύ εύκολα με μοσχεύματα. Έχει λογχοειδή, δερματώδη φύλλα και μονά ροζ-κόκκινα άνθη. Υπάρχουν και ποικιλίες με άσπρα, κίτρινα, μωβ και διπλά άνθη, οι οποίες καλλιεργούνται. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής, όπως και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Η τοξικότητα της πικροδάφνης οφείλεται στην τοξική ουσία νηριίνη, και έχει ως στόχο να προστατεύσει το φυτό από τις επιθέσεις ζώων

Στα περισσότερα είδη τα μικρά άνθη εμφανίζονται πριν από την έκπτυξη των φύλλων, νωρίς την άνοιξη. Τα άνθη δεν έχουν ούτε κάλυκα (σέπαλα) ούτε στεφάνη (πέταλα), και δεν παράγουν νέκταρ: επικoνιάζoνται από τον άνεμο. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα, αλλά αν δεν είναι παρούσα η γύρη από άλλη φτελιά, οι σπόροι δεν γίνονται βιώσιμοι. Ο καρπός της φτελιάς είναι ένας επίπεδος μεμβρανώδης ημιδιάφανoς δίσκος, μεγέθους μικρού κέρματος, που ονομάζεται σαμάρα, περικλείοντας στη μέση του τον μονό σπόρο.

Η φτελιά (αρχαία ελληνικά: πτελέα ή πτελέη) είναι αυτοφυές φυλλοβόλο δέντρο που ανήκει στο γένος Ulmus. Η φτελιά χαρακτηρίζεται από φύλλωμα πυκνό βαθυπράσινο με παρυφή διπλή οδοντωτή και με βάση έντονα ασύμμετρη.

Το λέιλαντ είναι δέντρο ψυχρού κλίματος και ευδοκιμεί καλύτερα στη βόρεια Ελλάδα καθώς και σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές. Πάντως το λέιλαντ είναι σχετικά ανθεκτικό στην αλατότητα και μπορεί να φυτευτεί κοντά στη θάλασσα. Αντέχει και σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, στη ζέστη του καλοκαιριού, στην παγωνιά του χειμώνα ακόμη και σε δυνατούς ανέμους. Φυτεύεται τόσο σε ηλιόλουστες όσο και σε ημισκιερές θέσεις είτε στον κήπο είτε σε γλάστρα.

Το κυπαρίσσι λέιλαντ ή χαμαικυπάρισσος είναι ένα αειθαλές καλλωπιστικό δέντρο με πολύ γρήγορη ανάπτυξη που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 15 μέτρα. Ανήκει στα κωνοφόρα δέντρα με χαρακτηριστικό έντονο πράσινο φύλλωμα και τα κλαδιά του αναπτύσσονται διαμορφώνοντας ένα ξεχωριστό πυραμιδοειδές σχήμα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το λέιλαντ προέκυψε ως υβρίδιο από τεχνητή διασταύρωση δύο ειδών κυπαρισσιού και ζει πολλά χρόνια.

Από το δέντρο αυτό συλλέγεται το ρετσίνι, που προστίθεται στο κρασί για τη δημιουργία της γνωστής ρετσίνας. Το ξύλο του είναι μέτριας ποιότητας. Ο βλαστός του χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία.

Ο κορμός των περισσότερων ειδών είναι χοντρός και φολιδωτός. Τα κλαδιά μοιάζουν να σχηματίζουν δακτυλίδια στα σημεία που εκφύονται από τον κορμό, αν και σχηματίζουν σφικτές σπείρες. Είναι όλα μακρόβια δέντρα, με ηλικία από 100 μέχρι 1.000 έτη ή περισσότερο. Η πιο μακρόβια είναι η Πεύκη η μακραίωνη, καθώς ένα δέντρο αυτού του είδος έχει μετρηθεί ότι έχει ζήσει 4.600 χρόνια, ο γηραιότερος ζων οργανισμός στη Γη. Δυστυχώς, ένα δέντρο ηλικίας 4.900 ετών του ίδιου είδους κόπηκε.

Τα πεύκα είναι αειθαλή, ρετινώδη δέντρα και σπάνια θάμνοι, με ύψος 3 με 80 μέτρα, με την πλειοψηφία των ειδών να έχουν ύψος 15 με 45 μέτρα. Τα χαμηλότερα είναι τα είδη Πεύκη η νάνα (Pinus pumila) και Πεύκη η κορυφόβια, με ύψος μέχρι 3 μέτρα.

Στα περισσότερα είδη τα μικρά άνθη εμφανίζονται πριν από την έκπτυξη των φύλλων, νωρίς την άνοιξη. Τα άνθη δεν έχουν ούτε κάλυκα (σέπαλα) ούτε στεφάνη (πέταλα), και δεν παράγουν νέκταρ: επικoνιάζoνται από τον άνεμο. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα, αλλά αν δεν είναι παρούσα η γύρη από άλλη φτελιά, οι σπόροι δεν γίνονται βιώσιμοι. Ο καρπός της φτελιάς είναι ένας επίπεδος μεμβρανώδης ημιδιάφανoς δίσκος, μεγέθους μικρού κέρματος, που ονομάζεται σαμάρα, περικλείοντας στη μέση του τον μονό σπόρο.

Η φτελιά (αρχαία ελληνικά: πτελέα ή πτελέη) είναι αυτοφυές φυλλοβόλο δέντρο που ανήκει στο γένος Ulmus. Η φτελιά χαρακτηρίζεται από φύλλωμα πυκνό βαθυπράσινο με παρυφή διπλή οδοντωτή και με βάση έντονα ασύμμετρη.

Η πικροδάφνη ή ροδοδάφνη (επιστημονική ονομασία Nerium oleander, Νήριον το ολέανδρον. Η ροδοδάφνη είναι ένας αειθαλής θάμνος της οικογένειας των αποκυνίδων που μπορεί να φτάσει σε ύψος 5 μέτρων, με τοξικά μέρη.

Μεγαλώνει σε ηλιόλουστα μέρη με υγρό υπόστρωμα, όπως οι όχθες ποταμών σε χαμηλό υψόμετρο. Αντέχει επίσης τα ελαφρώς υφάλμυρα εδάφη. Επιπλέον, έχει μεγάλη αντοχή στην ξηρασία και μπορεί να βρεθεί και σε ημιάνυδρα εδάφη. Πολλαπλασιάζεται πολύ εύκολα με μοσχεύματα. Έχει λογχοειδή, δερματώδη φύλλα και μονά ροζ-κόκκινα άνθη. Υπάρχουν και ποικιλίες με άσπρα, κίτρινα, μωβ και διπλά άνθη, οι οποίες καλλιεργούνται. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής, όπως και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Η τοξικότητα της πικροδάφνης οφείλεται στην τοξική ουσία νηριίνη, και έχει ως στόχο να προστατεύσει το φυτό από τις επιθέσεις ζώων

Η Λικιδάμβαρη είναι ένα μεγάλης ανάπτυξης εντυπωσιακό φυλλοβόλο δέντρο. Χρησιμοποιείται σε πάρκα, σε πλατείες, σε δενδροστοιχίες αλλά και για σκίαση στον κήπο. Έχει ωοειδές σχήμα ακανόνιστου περιγράμματος και φύλλωμα μέσης υφής. Τα φύλλα είναι έλλοβα σκούρου πράσινου χρώματος, ο κορμός, με βαθιές αυλακώσεις, είναι σκούρος γκρίζος, τα κλαδιά, που υψώνονται ελαφρώς προ τα επάνω, έχουν χρώμα γκρι - κόκκινο τα νεώτερα και γκρίζο τα ώριμα. Είναι δένδρο ανθεκτικό στο κρύο, με φύλλωμά ιδιαίτερα ελκυστικό το φθινόπωρο χάρις στα έντονα κίτρινα, πορτοκαλί και πορτοκαλί - κόκκινα χρώματα.

Στα περισσότερα είδη τα μικρά άνθη εμφανίζονται πριν από την έκπτυξη των φύλλων, νωρίς την άνοιξη. Τα άνθη δεν έχουν ούτε κάλυκα (σέπαλα) ούτε στεφάνη (πέταλα), και δεν παράγουν νέκταρ: επικoνιάζoνται από τον άνεμο. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα, αλλά αν δεν είναι παρούσα η γύρη από άλλη φτελιά, οι σπόροι δεν γίνονται βιώσιμοι. Ο καρπός της φτελιάς είναι ένας επίπεδος μεμβρανώδης ημιδιάφανoς δίσκος, μεγέθους μικρού κέρματος, που ονομάζεται σαμάρα, περικλείοντας στη μέση του τον μονό σπόρο.

Η φτελιά (αρχαία ελληνικά: πτελέα ή πτελέη) είναι αυτοφυές φυλλοβόλο δέντρο που ανήκει στο γένος Ulmus. Η φτελιά χαρακτηρίζεται από φύλλωμα πυκνό βαθυπράσινο με παρυφή διπλή οδοντωτή και με βάση έντονα ασύμμετρη.

Στα περισσότερα είδη τα μικρά άνθη εμφανίζονται πριν από την έκπτυξη των φύλλων, νωρίς την άνοιξη. Τα άνθη δεν έχουν ούτε κάλυκα (σέπαλα) ούτε στεφάνη (πέταλα), και δεν παράγουν νέκταρ: επικoνιάζoνται από τον άνεμο. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα, αλλά αν δεν είναι παρούσα η γύρη από άλλη φτελιά, οι σπόροι δεν γίνονται βιώσιμοι. Ο καρπός της φτελιάς είναι ένας επίπεδος μεμβρανώδης ημιδιάφανoς δίσκος, μεγέθους μικρού κέρματος, που ονομάζεται σαμάρα, περικλείοντας στη μέση του τον μονό σπόρο.

Η φτελιά (αρχαία ελληνικά: πτελέα ή πτελέη) είναι αυτοφυές φυλλοβόλο δέντρο που ανήκει στο γένος Ulmus. Η φτελιά χαρακτηρίζεται από φύλλωμα πυκνό βαθυπράσινο με παρυφή διπλή οδοντωτή και με βάση έντονα ασύμμετρη.